- αιμοστασία
- ηη αιμόσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. stagnation de sang].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιμόσταση — Το σύνολο των μηχανισμών με τους οποίους ο οργανισμός του ανθρώπου προστατεύεται από την επικίνδυνη για τη ζωή του απώλεια αίματος και διατηρεί σε ρευστή κατάσταση το κυκλοφορούμενο αίμα. Κάθε εκτροπή της ισορροπίας του αιμοστατικού μηχανισμού… … Dictionary of Greek